nuclear | |
gen. | πυρηνική; πυρηνικό |
operator | |
commer. | επιχείρηση |
commer. fin. | επιχειρηματίας |
commun. | τηλεφωνήτρια; τηλεφωνητής; χειρίστρια |
fin. | χρηματιστής; δικαιούχοι και φορείς |
IT tech. | τελεστής |
med. | χειριστής |
transp. avia. | αερομεταφορέας |
| |||
πυρηνική; πυρηνικό | |||
πυρηνικός; πυρηνοειδής | |||
English thesaurus | |||
| |||
ncr; nu; nuc; nucl; nuke |
nuclear : 779 phrases in 38 subjects |