notification abbr. | |
gen. | κοινοποίηση; επισήμανση |
econ. commun. mater.sc. | ανακοίνωση; γνωστοποίηση |
environ. | κοινοποίηση; αναγγελία; ειδοποίηση |
law | κοινοποίηση/αναγγελία/ειδοποίηση |
notifications abbr. | |
comp., MS | ειδοποιήσεις |
to abbr. | |
gen. | έως; σε; για; διεκδικώ |
el. | επιβράδυνση; ανάσχεση |
forestr. | κολλώ |
of abbr. | |
gen. | από |
| |||
κοινοποίηση; επισήμανση | |||
ανακοίνωση; γνωστοποίηση m | |||
κοινοποίηση/αναγγελία/ειδοποίηση | |||
| |||
κοινοποίηση; αναγγελία; ειδοποίηση | |||
| |||
ειδοποιήσεις (E-mail messages that alert you when new activity has occurred in particular areas of your community) | |||
κοινοποιήσεις | |||
English thesaurus | |||
| |||
notification to ... of ... (AD Alexander Demidov) | |||
notif |
notification : 170 phrases in 28 subjects |