notarization | |
commun. IT | τριτασφάλεια |
indicator | |
gen. | δείκτης; όργανο ένδειξης |
el. | φλας; φωτεινός δείκτης πορείας |
environ. | δείκτης |
mech.eng. | ενδεικτικό |
met. | εντοπιστής πυρήνα |
transp. el. | δείκτης οπτικός; οπτικό σήμα |
| |||
τριτασφάλεια m | |||
κρυπτογραφική επαλήθευση |
notarization : 1 phrase in 1 subject |
Finances | 1 |