normalize | |
comp., MS | κανονικοποίηση |
IT | κανονικοποιώ |
normalized | |
transp. environ. tech. | κανονικοποιημένος |
offset | |
commun. | όφσετ; κυλινδροχαλκογραφία |
construct. | μετατόπιση |
el. | κακή αξονική ευθυγράμμιση |
fin. | αντισταθμιστικό όφελος |
industr. | κηλίδωση |
IT | από συμφώνου κλείδα |
mech.eng. | απόκλιση παραλληλότητας αξόνων; εξομάλυνση χρονυστέρησης αντλιών |
| |||
εξομάλυνση; ανόπτηση για εξομάλυνση | |||
| |||
κανονικοποίηση (To minimize the duplication of information in a relational database through effective table design) | |||
| |||
κανονικοποιώ | |||
| |||
κανονικοποιημένος |
normalized : 38 phrases in 6 subjects |
Earth sciences | 1 |
Electronics | 29 |
Information technology | 2 |
Marketing | 1 |
Metallurgy | 4 |
Statistics | 1 |