normalize abbr. | |
comp., MS | κανονικοποίηση |
IT | κανονικοποιώ |
med. | καθιστώ κανονικό κατέστησα; ομαλοποιώ ομαλοποίησα; προτυποποιώ προτυποποίησα |
| |||
καθιστώ κανονικό κατέστησα; ομαλοποιώ ομαλοποίησα; προτυποποιώ προτυποποίησα | |||
| |||
κανονικοποίηση (To minimize the duplication of information in a relational database through effective table design) | |||
| |||
εξομάλυνση; ανόπτηση για εξομάλυνση | |||
| |||
κανονικοποιώ | |||
English thesaurus | |||
| |||
norm. | |||
nrm |
normalize : 4 phrases in 3 subjects |
Marketing | 1 |
Metallurgy | 2 |
Statistics | 1 |