nominal | |
IT el. | διαβαθμισμένος |
med. | ονομαστικός |
loading | |
gen. | πλήρωση |
coal. | γόμωση; φόρτωση δι'εκρηκτικών υλών |
commun. | φόρτιση |
industr. construct. | επιβάρυνση; τοποθετώ μέσα στη μήτρα |
industr. construct. met. | ειδική τηκτική ικανότητα |
IT | φορτώνω |
met. | στερέωση και ευθυγράμμιση |
stat. | φόρτωση |
| |||
διαβαθμισμένος | |||
ονομαστικός | |||
ονομαστικό | |||
English thesaurus | |||
| |||
nom |
nominal : 234 phrases in 34 subjects |