network element | |
commun. IT | οντότητα δικτύου; στοιχείο δικτύου |
-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
οντότητα δικτύου; στοιχείο δικτύου | |||
| |||
στοιχεία δικτύου | |||
English thesaurus | |||
| |||
NE |
network element : 3 phrases in 3 subjects |
Electronics | 1 |
Energy industry | 1 |
Information technology | 1 |