navigation | |
environ. | ναυσιπλοΐα/πλοήγηση; πλοήγηση |
button | |
comp., MS | πλήκτρο; κουμπί |
earth.sc. el. | κεφαλή πλήκτρου επαφής |
el. | κλειδί; λαβή; μοχλός χειρισμού; πλήκτρο |
hobby | αιχμή προφύλαξης που τοποθετείται στην άκρη ενός ξίφους |
med. | χόνδρος ακανθωδών αποφύσεων; κομβίο |
| |||
ναυσιπλοΐα/πλοήγηση | |||
ναυσιπλοϊα m | |||
| |||
πλοήγηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
nav; navig. | |||
navig |
navigation : 306 phrases in 24 subjects |