multiple | |
gen. | πολλαπλή |
commun. | πολλαπλό |
commun. el. | πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
el. | πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα |
Stop | |
comp., MS | Διακοπή |
stop | |
cultur. | βαλβίδα και δικλείδα; ομάδα ηχητικών αυλών εκκλησιαστικού οργάνου |
industr. construct. | αποτονωτής |
life.sc. | τάκος |
mech.eng. | όνυχας; αναστολέας; εξάρτημα αναστολής |
transp. construct. | σημείο στάσεων |
transp. mil., grnd.forc. | στάση |
despatching | |
commun. | αποστολή |
dispatch | |
commun. | ταχυδρομική αποστολή |
commun. transp. | αποστέλνω; στέλνω |
transp. industr. construct. | επίσπευση; διακανονισμός αβαρίας |
dispatching | |
gen. | διανομή |
| |||
πολλαπλή | |||
πολλαπλός; πολλαπλάσιος | |||
| |||
πολλαπλό | |||
πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα | |||
| |||
πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
multiple : 804 phrases in 43 subjects |