multiple abbr. | |
gen. | πολλαπλή |
commun. | πολλαπλό |
commun. el. | πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
el. | πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα |
span abbr. | |
gen. | ανάπτυγμα |
astronaut. transp. | Εκπέτασμα |
construct. | άνοιγμα; υποτεινούμενο τόξο γραμμής |
mech.eng. | διαδρομή; μήκος σιδηροτροχιών |
stat. earth.sc. tech. | πλάτος |
| |||
πολλαπλή | |||
πολλαπλός m; πολλαπλάσιος | |||
| |||
πολλαπλό | |||
πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα | |||
| |||
πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
multiple : 807 phrases in 43 subjects |