multiple | |
gen. | πολλαπλή |
commun. | πολλαπλό |
commun. el. | πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
el. | πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα |
source | |
comp., MS | προέλευση |
environ. | πηγή εκπομπής |
environ. chem. | ρυπογόνος ουσία |
immigr. | τόπος ανεύρεσης |
med. | αρχή; πηγή; προέλευση |
interference | |
gen. | παρέμβαση |
commun. | παρεμβολή |
econ. | επέμβαση στα εσωτερικά μιας χώρας |
med. | συμβολή; αντικυμάτωση |
| |||
πολλαπλή | |||
πολλαπλός; πολλαπλάσιος | |||
| |||
πολλαπλό | |||
πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα | |||
| |||
πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
multiple : 804 phrases in 43 subjects |