multiple | |
gen. | πολλαπλή |
commun. | πολλαπλό |
commun. el. | πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
el. | πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα |
File | |
comp., MS | Αρχείο |
file | |
gen. | αρχείο,φάκελος |
forestr. | λιμάρω |
work.fl. IT | αρχείο υπολογιστή; αρχειοφάκελος υπολογιστή |
filing | |
law | αρχειοθέτηση |
met. | λιμάρισμα |
database | |
comp., MS | βάση δεδομένων; βάση δεδομένων |
| |||
πολλαπλή | |||
πολλαπλός; πολλαπλάσιος | |||
| |||
πολλαπλό | |||
πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα | |||
| |||
πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
multiple : 804 phrases in 43 subjects |