multiple | |
gen. | πολλαπλή |
commun. | πολλαπλό |
commun. el. | πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
el. | πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα |
band | |
forestr. | ερπύστριες |
med. | λωρίδα; σύνδεσμος |
banding | |
agric. | περίζωσις |
comp., MS | διαχωρισμός ζωνών |
earth.sc. | ζωνώδης δομή |
el. | φαινόμενο ζώνης |
industr. construct. | επικάλυψη ακμών; επικάλυψη σόκορων |
mater.sc. mech.eng. | δέσιμο |
configuration | |
IT tech. | διάρθρωση; διάταξη; συγκρότηση; σύνθεση |
life.sc. | πλανητικές προδιαγραφές |
life.sc. chem. | διάταξη ατόμων στο μόριο |
math. | δειγματοληψία πλέγματος |
med. | στερεοδιάταξη; διαμόρφωση |
| |||
πολλαπλή | |||
πολλαπλός; πολλαπλάσιος | |||
| |||
πολλαπλό | |||
πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα | |||
| |||
πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
multiple : 804 phrases in 43 subjects |