multiple access abbr. | |
commun. IT | πολλαπλή πρόσβαση' πολλαπλή προσπέλαση |
terminal abbr. | |
gen. | πόλος; τέρμα,αφετηρία,σταθμός; τερματικό; ακροδέκτης |
med. | ακραίος; ληκτικός; τελικός |
nat.sc. agric. | ακραίο μερίστωμα; σημαίο ανάπτυξης |
stat. el. | ακροδέκτης |
| |||
πολλαπλή πρόσβαση' πολλαπλή προσπέλαση | |||
πολλαπλή προσπέλαση; πολλαπλή πρόσβαση | |||
English thesaurus | |||
| |||
MA (Alex Lilo) |
multiple-access : 55 phrases in 4 subjects |
Communications | 40 |
Electronics | 6 |
General | 1 |
Information technology | 8 |