multiple | |
gen. | πολλαπλή |
commun. | πολλαπλό |
commun. el. | πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
el. | πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα |
machine tool | |
econ. | εργαλειομηχανή |
IT | Εργαλειομηχανή-εργαλειομηχανές αριθμητικού ελέγχου |
mech.eng. | κλασικό μηχανικό εργαλείο |
met. | μηχανή που εργάζεται δι'αφαιρέσεως μετάλλου |
machine-tool | |
industr. | μηχανή-εργαλείο |
| |||
πολλαπλή | |||
πολλαπλός; πολλαπλάσιος | |||
| |||
πολλαπλό | |||
πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα | |||
| |||
πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
multiple : 804 phrases in 43 subjects |