multiple abbr. | |
gen. | πολλαπλή |
commun. | πολλαπλό |
commun. el. | πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
el. | πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα |
computer system abbr. | |
comp., MS | σύστημα υπολογιστή |
econ. | σύστημα πληροφορικής |
environ. | σύστημα επεξεργασίας δεδομένων/υπολογιστικό σύστημα |
IT account. | ηλεκτρονικό σύστημα πληροφοριών |
IT life.sc. | οικογένεια υπολογιστών |
IT tech. | σύστημα επεξεργασίας δεδομένων |
| |||
πολλαπλή | |||
πολλαπλός m; πολλαπλάσιος | |||
| |||
πολλαπλό | |||
πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα | |||
| |||
πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
multiple : 807 phrases in 43 subjects |