multiple | |
gen. | πολλαπλή |
commun. | πολλαπλό |
commun. el. | πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
el. | πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα |
address | |
gen. | απευθύνω |
addressing | |
gen. | προσδιορισμός διευθύνσεων |
comp., MS | διευθυνσιοδότηση |
el. | απεύθυνση |
IT | καθορισμός μιας κατεύθυνσης σύμφωνα με ορισμένα δεδομένα |
IT dat.proc. | διευθυνσιοδότηση; προσδιορισμός διεύθυνσης |
| |||
πολλαπλή | |||
πολλαπλός m; πολλαπλάσιος | |||
| |||
πολλαπλό | |||
πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα | |||
| |||
πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
multiple : 807 phrases in 43 subjects |