multiframe | |
commun. | Πολυπλαίσιο; πολυπλαίσιο |
alignment | |
comp., MS | στοίχιση; ευθυγράμμιση |
industr. construct. chem. | Eυθυγράμμιση καλουπιού; ταίριασμα καλουπιού |
med. | ευθυγράμμιση |
met. | αλφάδιασμα |
transp. | γώνιασμα; χάραξη |
transp. construct. | Διάγραμμα χάραξη |
| |||
Πολυπλαίσιο n | |||
πολλαπλό πλάισιο; πολυπλαίσιο n; πολυπλαισιωμένος m; πολλαπλό πλαίσιο | |||
| |||
πολυπλαίσιο πολλαπλό πλαίσιο |
multiframe : 12 phrases in 3 subjects |
Communications | 2 |
Electronics | 2 |
Information technology | 8 |