way | |
gen. | τρόπος; δρόμος |
environ. | διαδρομή/οδός/κατεύθυνση/διάβαση/τρόπος/δρόμος |
mech.eng. | κυλισιοδηγός; οδηγόδρομος; ολισθητήρας; ολισθοδηγός; ολοσθόδρομος |
transp. | διεύθυνση; οδός |
alarm indicators | |
commun. el. | ενδείκτες συναγερμού |
multi : 776 phrases in 54 subjects |