![]() |
shot | |
gen. | πυροβολισμός; βολή |
chem. | αντικείμενο καλουπωμένο σε πλήρη κύκλο |
coal. | έκρηξη; ανατίναξη |
industr. construct. | ιριδίζουσα ύφανση |
industr. construct. met. | συσσωματώματα γυαλιού σε υαλοβάμβακα |
met. | σκάγια; κόκκος |
met. mech.eng. | έγχυση |
exploder | |
coal. | μηχανή πυροδότησης; εκρηκτήρας |
multi : 776 phrases in 54 subjects |