phase | |
gen. | κλιμακώνω |
comp., MS | φάση |
fin. scient. | φάση κύκλου |
med. | φάση; στάδιο |
transp. | φάση φωτεινής σηματοδότησης |
phasing | |
gen. | θέση σε φάση |
industr. construct. | φάση |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
multi : 776 phrases in 54 subjects |