Parametered abbr. | |
gen. | Παραμετρική |
parameter abbr. | |
comp., MS | παράμετρος |
environ. | παράμετροι |
fin. transp. environ. | παράμετροι |
IT | τυπική παράμετρος; εικονικό όρισμα; εικονική παράμετρος |
indexation abbr. | |
fin. | τιμαριθμική αναπροσαρμογή |
fin. lab.law. | τιμαριθμική αναπροσαρμογή |
stat. | αναπροσαρμογή της αξίας |
multi : 776 phrases in 54 subjects |