layer | |
agric. | όρνιθα ωοπαραγωγής; ωοτόκος όρνιθα |
chem. | επίστρωμα εφυαλώματος |
comp., MS | επίπεδο |
construct. | στρώση |
life.sc. agric. | καταβολάδα |
med. | στρώμα |
interconnection | |
commun. | διαλειτουργία; διασυνεργασία |
earth.sc. el. | ενδοσύνδεση; σύζευξη |
el. | διασύνδεση; αλληλοσύνδεση |
energ.ind. | ενεργειακή διασύνδεση |
IT | δισταθής οπτική μονάδα; ενδοσύνδεση τσιπ |
law | διασύνδεση εθνικών δικαίων και κοινοτικού δικαίου |
multi : 776 phrases in 54 subjects |