layer | |
agric. | όρνιθα ωοπαραγωγής; ωοτόκος όρνιθα |
chem. | επίστρωμα εφυαλώματος |
comp., MS | επίπεδο |
construct. | στρώση |
life.sc. agric. | καταβολάδα |
med. | στρώμα |
circuit | |
commun. | κύκλωμα' τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα |
el. | τριφασική γραμμή μεταφοράς |
IT | τηλεπικοινωνιακή οδός; τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα; τηλεπικοινωνιακός φορέας |
multi : 776 phrases in 54 subjects |