frame | |
comp., MS | πλαίσιο |
construct. | γεφύρωμα ενός προβλήτα |
cultur. | σώμα της συσκευής; κορνιζάρω; πλαισιώνω |
industr. construct. | σκελετός; κάσσα κουφώματος; παραστάτης πόρτας; πλαίσιο κουφώματος |
IT tech. | σειρά |
multi : 776 phrases in 54 subjects |