motor | |
forestr. | μοτέρ |
med. | κινητήρας; κινητήριος; κινητικός νευρώνας |
med. pharma. | κινητικό; κινητικός |
stat. el. | ηλεκτροκινητήρ; ηλεκτροκινητήρας |
transp. | μηχανή |
driven | |
mech.eng. | κινούμενο; οδηγούμενο; χειριζόμενο |
selector | |
gen. | διάταξη επιλογής |
agric. | επιλογέας κόκκων; διαχωριστήρας κόκκων |
comp., MS | επιλογέας |
earth.sc. tech. | επιλογέας παλμών |
el. | διακόπτης επιλογής; ράβδος συγκράτησης; διακόπτης αναστροφής; κατακόρυφη ράβδος |
| |||
μοτέρ m | |||
κινητήρας f; κινητήριος; κινητικός νευρώνας | |||
κινητικό m (motoricus); κινητικός m (motoricus) | |||
ηλεκτροκινητήρ m; ηλεκτροκινητήρας f | |||
μηχανή | |||
| |||
περιστροφή του κινητήρα χωρίς ανάφλεξη; περιστροφή χωρίς ανάφλεξη; εσωτερικός καθαρισμός στροβιλοκινητήρα με περιστροφή χωρίς ανάφλεξη | |||
English thesaurus | |||
| |||
military characteristics | |||
mtr | |||
mo | |||
| |||
mobile oriented triangulation of reentry |
motor : 964 phrases in 35 subjects |