motor | |
forestr. | μοτέρ |
med. | κινητήρας; κινητήριος; κινητικός νευρώνας |
med. pharma. | κινητικό; κινητικός |
stat. el. | ηλεκτροκινητήρ; ηλεκτροκινητήρας |
transp. | μηχανή |
circuit switching | |
commun. IT R&D. | λειτουργία κυκλωματικού τρόπου |
| |||
μοτέρ n | |||
κινητήρας m; κινητήριος; κινητικός νευρώνας | |||
κινητικό (motoricus); κινητικός (motoricus) | |||
ηλεκτροκινητήρ f; ηλεκτροκινητήρας m | |||
μηχανή f | |||
| |||
περιστροφή του κινητήρα χωρίς ανάφλεξη; περιστροφή χωρίς ανάφλεξη; εσωτερικός καθαρισμός στροβιλοκινητήρα με περιστροφή χωρίς ανάφλεξη | |||
English thesaurus | |||
| |||
military characteristics | |||
mtr | |||
mo | |||
| |||
mobile oriented triangulation of reentry |
motor : 965 phrases in 35 subjects |