sorting abbr. | |
agric. industr. | γυάλισμα καλύμματος |
comp., MS | ταξινόμηση; ταξινόμηση |
environ. | διαχωρισμός |
industr. construct. | διαλέγω |
med. | διαλογή πρωτεϊνών; πρωτεϊνική ταξινόμηση; επιλογή; ταξινόμηση; διαλογή |
monolinear : 1 phrase in 1 subject |
Information technology | 1 |