monitoring | |
gen. | συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση |
environ. | παρακολούθηση; έλεγχος; παρακολούθηση/έλεγχος |
med. | έλεγχος; παρακολούθηση |
tech. mech.eng. | επιτήρηση |
Position | |
comp., MS | Τοποθέτηση |
position | |
gen. | ιδιότητα; επάγγελμα |
forestr. | στίγμα |
industr. construct. chem. | τοποθετώ |
law lab.law. | θέση εργασίας |
market. | υπόλοιπο |
med. | τοποθεσία; μέρος; θέση |
| |||
συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση | |||
παρακολούθηση/έλεγχος f | |||
έλεγχος m; παρακολούθηση f | |||
επιτήρηση f | |||
έλεγχος συμπεριφοράς | |||
| |||
παρακολούθηση f; έλεγχος m | |||
English thesaurus | |||
| |||
montrg |
monitoring : 528 phrases in 45 subjects |