monitoring | |
gen. | συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση |
environ. | παρακολούθηση; έλεγχος; παρακολούθηση/έλεγχος |
med. | έλεγχος; παρακολούθηση |
tech. mech.eng. | επιτήρηση |
on | |
gen. | ανοιχτό; επάνω; πάνω; προς |
terminate | |
comp., MS | τερματίζω |
call | |
gen. | τηλεφωνώ; φωνάζω; χαρακτηρίζω; αποκαλώ |
commun. | κλήση; φράση κλήσης |
comp., MS | καλώ |
insur. | συμπληρωματική συνεισφορά; συνεισφορά |
| |||
συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση | |||
παρακολούθηση/έλεγχος f | |||
έλεγχος m; παρακολούθηση f | |||
επιτήρηση f | |||
έλεγχος συμπεριφοράς | |||
| |||
παρακολούθηση f; έλεγχος m | |||
English thesaurus | |||
| |||
montrg |
monitoring : 528 phrases in 45 subjects |