monitoring | |
gen. | συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση |
environ. | παρακολούθηση; έλεγχος; παρακολούθηση/έλεγχος |
med. | έλεγχος; παρακολούθηση |
tech. mech.eng. | επιτήρηση |
Datum | |
IT | Δεδομένο |
data | |
comp., MS | δεδομένα |
stat. | στοιχεία; δεδομένο |
datum | |
earth.sc. | γεωδαιτικό δεδομένο; γεωδαιτικό σημείο; γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς |
math. | δεδομένα |
tech. construct. | γραμμή βάσεως |
| |||
συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση | |||
παρακολούθηση/έλεγχος f | |||
έλεγχος m; παρακολούθηση f | |||
επιτήρηση f | |||
έλεγχος συμπεριφοράς | |||
| |||
παρακολούθηση f; έλεγχος m | |||
English thesaurus | |||
| |||
montrg |
monitoring : 528 phrases in 45 subjects |