monitoring abbr. | |
gen. | συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση |
environ. | παρακολούθηση; έλεγχος; παρακολούθηση/έλεγχος |
med. | έλεγχος; παρακολούθηση |
tech. mech.eng. | επιτήρηση |
AND abbr. | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
logging abbr. | |
agric. | υλοτομία |
comp., MS | καταγραφή |
forestr. | συγκομιδή ξύλου |
System abbr. | |
comp., MS | Σύστημα |
system abbr. | |
gen. | πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου; πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου |
comp., MS | σύστημα |
earth.sc. mech.eng. | θερμοδυναμικό σύστημα |
el. | ηλεκτρικό δίκτυο |
industr. | δίκτυο; σύμπλεγμα |
IT | δημιουργία συστήματος |
| |||
συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση | |||
παρακολούθηση/έλεγχος | |||
έλεγχος m; παρακολούθηση | |||
επιτήρηση | |||
έλεγχος συμπεριφοράς | |||
| |||
παρακολούθηση; έλεγχος m | |||
English thesaurus | |||
| |||
montrg |
monitoring : 533 phrases in 45 subjects |