modular | |
commun. | δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός |
limit | |
gen. | περιορίζω |
busin. labor.org. account. | όριο |
fin. | ανώτατο όριο |
IT | φράγμα; Περιοριστής |
med. | όριο; περιορίζω περιόρισα |
| |||
δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός | |||
αποτελούμενο από στοιχειώδη μέρη | |||
English thesaurus | |||
| |||
mod | |||
modu |
modular : 62 phrases in 17 subjects |