modelling | |
environ. | προτυποποίηση/κατάρτιση; προτυποποίηση/κατάρτιση μοντέλου |
health. nat.sc. | γενετική πρώϊμη διάγνωση; κατάρτιση μοντέλων |
med. | διαμόρφωση; μίμηση προτύπου; δημιουργία μοντέλου; πλάσιμο προτύπου; μοντελοποίηση |
R&D. | ανάπτυξη μοντέλων |
with | |
gen. | με |
Capacity | |
comp., MS | Δυνατότητα |
capacity | |
commun. transp. | κυκλοφοριακή ικανότητα |
comp., MS | χωρητικότητα |
forestr. | απόδοση |
IT tech. | χωρητικότητα μνήμης |
mech.eng. | όγκος εμβολισμού κυλίνδρου; κυβισμός κινητήρα; κυλινδρισμός; χωρητικότητα κυλίνδρου |
med. | χωρητικότητα |
| |||
διαμόρφωση; μίμηση προτύπου; δημιουργία μοντέλου | |||
| |||
προτυποποίηση/κατάρτιση διαμόρφωση μοντέλου; προτυποποίηση/κατάρτιση διαμόρφωση μοντέλου | |||
γενετική πρώϊμη διάγνωση; κατάρτιση μοντέλων | |||
πλάσιμο προτύπου; μοντελοποίηση | |||
ανάπτυξη μοντέλων | |||
τεχνική των προτύπων | |||
| |||
κατάρτιση διαμόρφωση μοντέλου |
modelling : 45 phrases in 18 subjects |