modelling | |
environ. | προτυποποίηση/κατάρτιση; προτυποποίηση/κατάρτιση μοντέλου |
health. nat.sc. | γενετική πρώϊμη διάγνωση; κατάρτιση μοντέλων |
med. | διαμόρφωση; μίμηση προτύπου; δημιουργία μοντέλου; πλάσιμο προτύπου; μοντελοποίηση |
R&D. | ανάπτυξη μοντέλων |
tool | |
comp., MS | εργαλείο |
mech.eng. | μικροεργαλείο; εργαλειομηχανή; εργαλείο πλάνισης; οδοντωτός κανόνας πλάνισης με κύλιση; κατεργάζομαι; επεξεργάζομαι |
nat.sc. earth.sc. mech.eng. | εργαλείο |
tools | |
industr. construct. met. | εργαλεία υαλουργού |
| |||
διαμόρφωση f; μίμηση προτύπου; δημιουργία μοντέλου | |||
| |||
προτυποποίηση/κατάρτιση διαμόρφωση μοντέλου; προτυποποίηση/κατάρτιση διαμόρφωση μοντέλου | |||
γενετική πρώϊμη διάγνωση; κατάρτιση μοντέλων | |||
πλάσιμο προτύπου; μοντελοποίηση | |||
ανάπτυξη μοντέλων | |||
τεχνική των προτύπων | |||
| |||
κατάρτιση διαμόρφωση μοντέλου |
modelling : 45 phrases in 18 subjects |