mobile | |
gen. | ευμετακίνητη; ευμετακίνητο; κινητό τηλέφωνο; ευμετακίνητος |
source | |
comp., MS | προέλευση |
environ. | πηγή εκπομπής |
environ. chem. | ρυπογόνος ουσία |
immigr. | τόπος ανεύρεσης |
med. | αρχή; πηγή; προέλευση |
| |||
ευμετακίνητη; ευμετακίνητο; κινητό τηλέφωνο; ευμετακίνητος |
mobile : 476 phrases in 34 subjects |