minimum | |
gen. | ελάχιστη; ελάχιστος |
life.sc. environ. | ελάχιστη συγκέντρωση όζοντος |
med. | ελάχιστο; μίνιμουμ |
nat.sc. | ελάχιστη ηλιακή δραστηριότητα |
set | |
agric. | φυτό; προοπτικές συγκομιδής |
fish.farm. | καλάδα; ψαριά |
industr. construct. | διαμορφωτικό σφυρί; στήσιμο |
IT | θέτω |
mech.eng. | συσκευή |
med. | πλαστική παραμόρφωσις |
transp. construct. | διείσδυση ανά κύκλο κτυπημάτων |
of | |
gen. | από |
man-machine interface | |
commun. IT | διεπαφή ανθρώπου-μηχανής; επικοινωνία ανθρώπου-μηχανής' διεπαφή ανθρώπου-μηχανής |
IT | ΜΜΙ; ενδιάμεσο ανθρώπου-μηχανής; ενδιάμεσο χρήστη/συστήματος |
specification | |
gen. | προσδιορισμός προδιαγραφών; καθορισμός |
econ. account. | ειδικότητα; ειδικότητα των πιστώσεων |
med. | προδιαγραφή |
specifications | |
gen. | συγγραφή υποχρεώσεων |
| |||
ελάχιστη συγκέντρωση όζοντος | |||
ελάχιστη ηλιακή δραστηριότητα | |||
| |||
ελάχιστα m | |||
| |||
ελάχιστη; ελάχιστος | |||
ελάχιστο; μίνιμουμ | |||
English thesaurus | |||
| |||
m | |||
min |
minimum : 618 phrases in 50 subjects |