minimum | |
gen. | ελάχιστη; ελάχιστος |
life.sc. environ. | ελάχιστη συγκέντρωση όζοντος |
med. | ελάχιστο; μίνιμουμ |
nat.sc. | ελάχιστη ηλιακή δραστηριότητα |
clock pulse | |
el. | ωρολογιακός παλμός |
duration | |
comp., MS | διάρκεια |
econ. fin. | "διάρκεια" : μέθοδος υπολογισμού βασιζόμενη στο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας |
energ.ind. | διάρκεια δράσεως ανέμου; χρóνος δράσεως ανέμου |
fin. | διάρκεια |
| |||
ελάχιστη συγκέντρωση όζοντος | |||
ελάχιστη ηλιακή δραστηριότητα | |||
| |||
ελάχιστα | |||
| |||
ελάχιστη; ελάχιστος | |||
ελάχιστο; μίνιμουμ | |||
English thesaurus | |||
| |||
m | |||
min |
minimum : 618 phrases in 50 subjects |