migratory | |
med. | αποδημητικός; μεταναστευτικός |
range | |
gen. | κυμαίνομαι |
commun. industr. construct. | απόσταση |
comp., MS | περιοχή; εύρος |
industr. construct. | λωρίδα από κρουπόν; ταινία από κρουπόν |
stat. | εύρος |
tech. | ζώνη |
transp. | βάση απογείωσης |
| |||
αποδημητικός; μεταναστευτικός |
migratory : 69 phrases in 14 subjects |