migratory | |
med. | αποδημητικός; μεταναστευτικός |
flow | |
gen. | ροή/παροχή υγρού |
chem. | άπλωμα |
commun. chem. | ρευστότητα |
environ. | ροή; παροχή υγρού |
mater.sc. construct. | πλαστική ροή |
med. | ροή |
met. | ερπυσμός; συνεπιπεδώνω |
transp. | εξάπλωση σκυροδέματος |
| |||
αποδημητικός; μεταναστευτικός |
migratory : 69 phrases in 14 subjects |