method | |
environ. | μέθοδος |
med. | μέθοδος |
of | |
gen. | από |
test | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
testing | |
gen. | δοκιμές |
econ. | δοκιμή |
by | |
gen. | διά; μέσω; από |
attribute | |
commun. | χαρακτηριστικό γνώρισμα |
commun. agric. food.ind. | ιδιοχαρακτηριστικό; χαρακτηριστικό γνώρισμα |
comp., MS | χαρακτηριστικό; χαρακτηριστικό |
dat.proc. | Χαρακτηριστικό στοιχείο; ιδιοχαρακτηριστικό στοιχείου |
IT | ιδιοχαρακτηριστικό |
pharma. environ. | ιδιότητα |
stat. | χαρακτηριστικό |
stat. tech. | ιδιότης |
| |||
μέθοδος f | |||
μέθοδοι | |||
| |||
μέθοδος f | |||
English thesaurus | |||
| |||
meth | |||
meth.; mthd |
method : 1997 phrases in 58 subjects |