method | |
environ. | μέθοδος |
med. | μέθοδος |
of | |
gen. | από |
differential | |
gen. | Διαφορικός |
industr. construct. | διαφορική φάση κοπ ής στάγματος |
insur. | διαφορά |
market. fin. | διαφορά τιμής μεταξύ ποιοτήτων και σημείων παράδοσης του ιδίου εμπορεύματος |
mech.eng. | ασυμμετρική ισχύς; διαφορική ισχύς |
Injection | |
gen. | Ενέσιμο |
injection | |
chem. | εισαγωγή δείγματος με έγχυση |
med. | ενέσιμο παρασκεύασμα; έγχυση; ένεση; ενιέμενη ουσία; ένεση των τριχοειδών; υπεραιμία των τριχοειδών |
| |||
μέθοδος f | |||
μέθοδοι | |||
| |||
μέθοδος f | |||
English thesaurus | |||
| |||
meth | |||
meth.; mthd |
method : 1997 phrases in 58 subjects |