memory | |
commun. | διακόπτης μνήμης |
comp., MS | μνήμη |
health. | προσληπτική λειτουργία της μνήμης |
IT | αποθήκευση; μονάδα μνήμης |
control unit | |
el. | στοιχείο ελέγχου |
IT | μονάδα ελέγχου εντολών |
mater.sc. | όχημα διοικήσεως; όχημα ελέγχου και συντονισμού επιχειρήσεων |
mech.eng. | συσκευή ελέγχου; πίνακας ελέγχου; πινακίδιο ελέγχου |
| |||
διακόπτης μνήμης | |||
μνήμη f (Any temporary storage space used within or in conjunction with a computer, such as RAM or a USB flash drive) | |||
προσληπτική λειτουργία της μνήμης | |||
αποθήκευση f; μονάδα μνήμης | |||
μνήμη f | |||
English thesaurus | |||
| |||
mem |
memory : 415 phrases in 19 subjects |