Member | |
polit. | βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου |
member | |
comp., MS | μέλος |
construct. | ράβδος; στοιχείο |
insur. | μέλος εταίρος; μέτοχος; εταίρος; μέλος |
transp. | δομικό πλαίσιο; νομέας |
of | |
gen. | από |
variable | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
comp., MS | μεταβλητή |
IT el. | μεταβλητή |
section | |
comp., MS | ενότητα |
econ. | μορφοχάλυβες; τμήμα,; υποτμήμα; διαίρεση; ομάδα; κλάση |
ed. | τμήμα σπουδών |
med. | τμήμα |
| |||
σύμβουλος της ΕΟΚΕ | |||
μέλος n (A person who is part of a group) | |||
ράβδος f; στοιχείο n | |||
μέλος εταίρος; μέτοχος m; εταίρος m; μέλος n | |||
όργανο n | |||
μηχανικό όργανο; μηχανικό κομμάτι | |||
άκρο n; μέλος n (membrum); μέλος του σώματος (membrum) | |||
δομικό πλαίσιο; νομέας m; δομικό τμήμα; τμήμα n; φέρον στοιχείο; τοίχωμα ρυμούλκας; κιγκλίδωμα ρυμούλκας | |||
| |||
βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου | |||
| |||
μέλη n | |||
English thesaurus | |||
| |||
member bank; member state; full member; service member; valve member; company member | |||
mem | |||
mbr | |||
| |||
m | |||
| |||
సభ్యుడు |
member : 1064 phrases in 58 subjects |