mechanical | |
gen. | μηχανική; μηχανικό |
forestr. | μηχανικός ξυλοπολτός |
sensor | |
gen. | ανιχνευτήρας; αισθητήριο όργανο; όργανο αντιλήψεως; συλλέκτης |
chem. | κυψελίδα μετρήσεως |
environ. | αισθητήριο; ανιχνευτής; αισθητήριο |
mech.eng. | αισθητήριο |
med. | αισθητήρας |
| |||
μηχανική; μηχανικό | |||
μηχανικός | |||
| |||
μηχανικός ξυλοπολτός | |||
English thesaurus | |||
| |||
mech | |||
mecha; meh-ka | |||
muzzle hatch |
mechanical : 552 phrases in 40 subjects |