mechanical | |
gen. | μηχανική; μηχανικό |
forestr. | μηχανικός ξυλοπολτός |
Injection | |
gen. | Ενέσιμο |
injection | |
chem. | εισαγωγή δείγματος με έγχυση |
med. | ενέσιμο παρασκεύασμα; έγχυση; ένεση; ενιέμενη ουσία; ένεση των τριχοειδών; υπεραιμία των τριχοειδών |
diesel engine | |
econ. | κινητήρας ντίζελ |
environ. | πετρελαιοκινητήρας/κινητήρας ντίζελ; κινητήρας ντίζελ |
mech.eng. | κινητήρας DIESEL; κινητήρας ανάφλεξης διά συμπιέσεως; κινητήρας ανάφλεξης με συμπίεση; πετρελαιοκινητήρας; πετρελαιομηχανή |
| |||
μηχανική; μηχανικό | |||
μηχανικός | |||
| |||
μηχανικός ξυλοπολτός | |||
English thesaurus | |||
| |||
mech | |||
mecha; meh-ka | |||
muzzle hatch |
mechanical : 550 phrases in 40 subjects |