measures abbr. | |
environ. | μέτρα/ πετρώματα |
measuring abbr. | |
environ. | μέτρηση |
med. | μέτρηση |
variable abbr. | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
comp., MS | μεταβλητή |
IT el. | μεταβλητή |
| |||
μέτρηση | |||
όριο της περιοχής μετρήσεων | |||
| |||
μέτρα/γεωλογικά πετρώματα | |||
| |||
μέτρηση |
measured : 526 phrases in 39 subjects |