maximum | |
gen. | μέγιστη; μέγιστο |
coverage | |
gen. | πληθυσμιακή κάλυψη |
agric. | ψεκασμός κάλυψης |
commun. | χώρος κάλυψης; κάλυψη εκπομπής |
el. | επιφάνεια κάλυψης δορυφόρου |
law | πεδίο εφαρμογής; όρια ισχύος |
math. | κάλυψη |
met. | βάρος απαιτούμενου υλικού ανά μονάδα επιφάνειας για τη δημιουργία στρώματος ορισμένου πάχους |
| |||
μέγιστη; μέγιστο | |||
μέγιστος; ανώτατος | |||
English thesaurus | |||
| |||
max | |||
max. | |||
| |||
mxm | |||
M |
maximum : 863 phrases in 45 subjects |