mass storage | |
IT tech. | μαζική μνήμη |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
μαζική μνήμη | |||
English thesaurus | |||
| |||
MS (Alex Lilo) |
mass-storage : 3 phrases in 2 subjects |
Education | 1 |
Microsoft | 2 |