manual | |
gen. | χειροκίνητη; χειροκίνητο; χειροκίνητος |
selector switch | |
el. | επιλογέας; διακόπτης επιλογής; διακόπτης αναστροφής |
IT | μεταγωγέας επιλογέα |
| |||
εγχειρίδιο n | |||
| |||
χειροκίνητη; χειροκίνητο; χειροκίνητος | |||
English thesaurus | |||
| |||
m | |||
man; mn; mnl |
manual : 363 phrases in 42 subjects |